- ευθυβολώ
- (ε) αμετ. метко стрелять, попадать в цель
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευθυβολώ — (ΑΜ εὐθυβολῶ, έω) [ευθυβόλος] ρίχνω ή στέλνω κάτι κατ ευθείαν μπροστά («εὐθυβολεῑν τὸν γόνον», Πλούτ.) (ειδικά για όπλα) πετυχαίνω τον στόχο αρχ. 1. εκτοξεύομαι, ρίχνομαι κατ ευθείαν μπροστά («τοῡ σπέρματος εὐθυβολοῡντος εἰς [τὴν μήτραν]»,… … Dictionary of Greek
ευθυβολώ — πετυχαίνω εύκολα το στόχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐθυβόλῳ — εὐθύβολος throwing straight masc/fem/neut dat sg εὐθυβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐθυβόλωι — εὐθυβόλῳ , εὐθύβολος throwing straight masc/fem/neut dat sg εὐθυβόλῳ , εὐθυβόλος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)